- ἔπαθες
- πάσχωhaveaor ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἐξ ὧν ἔπαθες, ἔμαθες. — ἐξ ὧν ἔπαθες, ἔμαθες. См. Беды человека научают мудрости … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἅπαθες — ἔπαθες , πάσχω have aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αξίζω — [άξιος] Ι. 1. έχω χρηματική αξία, στοιχίζω, κοστίζω 2. (για πράγματα ή πνευματικές δημιουργίες) είμαι καλός στο είδος μου, συγκεντρώνω πλεονεκτήματα 3. (για πρόσωπα) α) είμαι ηθικά και πνευματικά ανώτερος, συγκεντρώνω αρετές β) είμαι ικανός, έχω… … Dictionary of Greek
беды человека научают мудрости — (Горе научает.) Что мучит, то и учит. Ср. Dir war das Unglück eine strenge Schule. Несчастье было строгой школой для тебя. Schiller. M. Stuart. 2, 3. Talbot. Ср. Adversity is a great school mistress, as many a poor fellow knows, that hath… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Беды человека научают мудрости — Бѣды человѣка научаютъ мудрости. (Горе научаетъ.) Что мучитъ, то и учитъ. Ср. Dir war das Unglück eine strenge Schule. Несчастье было строгой школой для тебя. Schiller. M. Stuart. 2, 3. Talbot. Ср. Adversity is a great school mistress, as many a… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αυτός — ή, ό (AM αὐτός, ή, ό) (μσν.νεοελλ. και αὖτός, αὐτόνος, αὐτοῡνος, αὐτεῑνος, ἀτός) (αντων.) Ι. Αντιδιασταλτική, Οριστική (μερικές φορές με το άρθρο ή με το έναρθρο ο ίδιος πρβλ. «αυτός φταίει», «θα βρω αυτή την ίδια», «ὅλοι ἐπαρεδόθησαν κι ὁ… … Dictionary of Greek
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… … Dictionary of Greek
φίδι — το / φίδιν, ΝΜ, και παλ. εσφ. τ. φείδι Ν συν. στον πληθ. τα φίδια ζωολ. κοινή σήμερα ονομασία τής τάξης ερπετών οφίδια, η οποία περιλαμβάνει 2.700 είδη, συγγενικά με τις σαύρες και τα αμφισβαίνια και ευρέως διαδεδομένα, ιδίως στις θερμές περιοχές … Dictionary of Greek
ρεύομαι — τηκα, έχω ρεψίματα: Τι έπαθες σήμερα και όλο ρεύεσαι; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)